Ποιος Ψυχάρης;

Σχόλιο της  Ηρώς Κατσιώτη φιλολόγου και θεατρολόγου για μία φωτογραφία του Πέτρου Μωραΐτη που φυλάσσεται στη συλλογή των φωτογραφιών του 19ου αιώνα.


Πέτρος Μωραΐτης, Πορτραίτο τριών φίλων. Στην πλάτη της φωτογραφίας χειρόγραφη σημείωση:Les trois meilleurs amis Bertrand, Psichari et Marinakis, Athènes 2 Juin 1872 (Οι τρεις καλύτεροι φίλοι, Μπερτράν, Ψυχάρης και Μαρινάκης, Αθήνα 2 Ιουνίου 1872)
 



Ο Ψυχάρης, που εμφανίζεται στη φωτογραφία του ΕΛΙΑ/ΜΙΕΤ με δυο φίλους του στην Αθήνα, δεν είναι ο συγγραφέας του Ταξιδιού, αλλά ο ξάδερφός του. Ο γλωσσολόγος καθηγητής και συγγραφέας Ψυχάρης (σκέτο, χωρίς βαφτιστικό, στα ελληνικά) και Jean Psichari (στα γαλλικά), γεννήθηκε στην Οδησσό το 1854 και πέθανε στο Παρίσι το 1929. Πατέρας του, ο Νικολάκης Ψυχάρης και μάννα του, η Φροσύνη Μπιάζη-Μαύρου. Ήρθε στην Ελλάδα το 1886, το 1893, το 1895, το 1914 και το 1925. Είχε ένα συνονόματο πρώτο ξάδερφο, γιο του Δημητράκη Ψυχάρη, του μεγάλου αδερφού του πατέρα του.
Ο Δημητράκης, ο πρώτος απ’ τους έξι γιους του Μισέ Γιάννη Ψυχάρη, ήτανε στενός φίλος του Ανδρέα Συγγρού. Ο Συγγρός (1830-1899) λέει πως ο Δημήτριος τον περνούσε πάνω από δώδεκα χρόνια, άρα πρέπει να είχε γεννηθεί πριν το 1818 (βλ. Ανδρέας Συγγρός, Απομνημονεύματα, τόμος δεύτερος, μέρος δεύτερον, Αθήνα, Βιβλιοπωλείον της «Εστίας», 1998, σ. 122). Ήτανε παντρεμένος με τη Χριστίνα, κόρη του Ιωάννου (Γιαννακού) Μπαλτατζή και της Κατίνας Γεωργίου (Ζωρζή) Πετροκόκκινου, που κατοικούσανε στη Μασσαλία. Η Χριστίνα πέθανε πολύ νέα, 4 Φεβρουαρίου 1852, στο Λονδίνο, όπου ο σύζυγός της, Δημήτριος Ψυχάρης, ήτανε συνδιευθυντής του τραπεζικού καταστήματος «Βαλτατζής και Ψυχάρης». Άφησε δυο παιδιά ορφανά, το Γιάννη και την Κατίνα, που τ’ αναθρέψανε οι γονείς της στη Μασσαλία. Μετά το 1862, που διαλύθηκε το τραπεζικό κατάστημα εξαιτίας της οικονομικής κρίσης, ο Δημήτριος, κάτοχος μεγάλης περιουσίας, μετακόμισε στη Μασσαλία. Ο γιος του Γιάννης πέθανε νέος, στις 9 Φεβρουαρίου 1897. Η κόρη του Κατίνα παντρεύτηκε το δεύτερό της ξάδερφο, τον Εμμανουήλ Μπαλτατζή, το γιο του Σπύρου Μπαλτατζή και της Σμαράγδας Καραθεοδωρή (βλ. Ψυχάρης, Οι Ψυχάρηδες (Τα γενεαλογικά μου), Απόσπασμα από την «Ιστορία της Χίου» Ζολώτα-Σάρου, τόμος Γ΄, Μέρος II, Αθήνα, Τυπογραφείο Εταιρείας Π. Δ. Σακελλάριος, 1928, σσ. 823-826, 838-839 και Ανδρέας Συγγρός, ό.π., σσ. 120-123, καθώς και <Έργα και ημέραι>, εφ. Στοά, αρ. 148, 3 Ιουλίου 1876, σ. 1). Ο Δημήτριος Ψυχάρης χρημάτισε επίτροπος του Αγίου Ιωάννου των Χίων στην Πόλη, το 1862, και καταγράφεται στους καταλόγους των χορηγών (βλ. Γεώργιος Π. Γεωργιάδης, Ο εν Γαλατά ιερός ναός του Αγίου Ιωάννου των Χίων, Εν Κωνσταντινουπόλει, Τύποις Κ. Ζιβίδου, 1898, σ. 333 και 238). Διασώζεται κι επιστολή που έστειλε το 1862 στους Δημογέροντες της Χίου, ως εκτελεστής της διαθήκης του πατέρα του (βλ. Ηρώ Κατσιώτη, «Το “πολίτιμο γράμμα το παππού”», στο: Ρωμαίικο Ημερολόγιο 2014, Πόλη, εκδόσεις ιστός / istos yayın, 2014, σ. 137). Εγκαταστάθηκε στο Παρίσι το 1872, όπου και πέθανε από καρκίνο, στις 17 Φεβρουαρίου 1876 (βλ. Ψυχάρης, Οι Ψυχάρηδες..., ό.π., σσ. 823-825).
Για το γιο του Δημητράκη, το Γιάννη, γράφει ο Ψυχάρης (βλ. Οι Ψυχάρηδες..., ό.π., σ. 824):

«Νέος πέθανε ο Γιάννης, τις 9, του Φλεβάρη 1897. Είτανε λιμοκοντόρος και σπορτμάνος πρώτης τάξης, μα ήσυχο αγαθό παιδί. Όταν είτανε να πάρω την κόρη του Ρενάν, τρέξανε μερικοί φίλοι να ειδοποίσουνε τη φαμελιά πως αμάν αμάν ο Θεός φυλάξη και δώσουνε την κόρη τους σ’ ένανε που ολοένα τρέχει στις κούρσες. Με παίρνανε ‑ή καμωνόντανε πως με παίρνανε για τον αξάδερφό μου».

Η σύγχυση, εκούσια ή ακούσια, ανάμεσα στα δυο συνονόματα ξαδέρφια, φαίνεται και σ’ ένα λιβελλογράφημα του σημαιοφόρου στην αντίδραση κατά της δημοτικής, Ταχυδρόμου της Πόλης (βλ. «Εν Κωνσταντινουπόλει, τη 19 Νοεμβρίου», εφημ. Ταχυδρόμος (Κωνσταντινουπόλεως), αρ. 1046, 19 Νοεμβρίου 1901, σ. 1). Η εφημερίδα φυσικά, τάσσεται ενάντια στη μετάφραση του Ευαγγελίου απ’ τον Αλέξανδρο Πάλλη και θεωρεί αυτουργό του εγχειρήματος τον Ψυχάρη, αλλά παράλληλα, δίνει και ορισμένα βιογραφικά που σίγουρα δεν είναι του Δασκάλου και προφανή στόχο έχουν να τον μειώσουν. Μέσα σ’ αυτά όμως, κάποια στοιχεία μπορούν ίσως να συνδεθούν με τη διαμονή στην Αθήνα του Γιάννη Ψυχάρη, του γιου του Δημητράκη:

«Υπάρχει εκεί [παρά τον Σηκουάναν] κάποιος Γιάννης Ψυχάρης. Ούτος, διελθών μαθητικόν τινα βίον εν Γαλλία και διδαχθείς εκεί τόσα αρχαία ελληνικά όσα οι γαλλόπαιδες διδάσκονται εν τοις γυμνασίοις της πατρίδος αυτών, επέμφθη είτα γαλλόφωνος μόνον κατά το 21ον έτος της ηλικίας εις Αθήνας προς εκμάθησιν της ελληνικής, ης ειδήμων εγένετο κατά τοσούτον καθ’ όσον ηδύνατο να εκμάθη αυτήν εν ταις οδοίς και εκ της αναστροφής αυτού μετά των υπηρετών του οίκου Φιλήμονος, υπό την κηδεμονίαν του οποίου είχε τεθή και όπου ευθύς από των πρώτων ημερών της αφίξεως αυτού παρέσχε δείγματα ικανά των προσόντων του, ων εν, αρκετά χαρακτηριστικόν, είναι και το εξής: Κληθείς την κυριακήν υπό της οικογενείας εις την εκκλησίαν ηρώτησεν· Est-ce quy va de bon monde? (Πηγαίνει εκεί καλός κόσμος;). Τοιούτός τις άνθρωπος υπάρχει σήμερον εν Παρισίοις, μετερχόμενος τον διδάσκαλον γλωσσικού τινος ανυπάρκτου ιδιώματος, υπ’ αυτού κατά φρενοπαθή έμπνευσιν χαλκευθέντος και ελληνικής γλώσσης καλουμένου».

Ιδού και του Ψυχάρη η απάντηση (δημοσιευμένη στο Απόσπασμα των Ρόδων και Μήλων, 7 Απριλίου 1902, σ. 63), που επιβεβαιώνει πως ο Ταχυδρόμος τον πήρε για τον ξάδερφό του (βλ. Ψυχάρης, «Τι λέει ο “Ταχυδρόμος”: και τι λέω εγώ», στο: Ρόδα και Μήλα, τόμος Δ΄, Αθήνα, Βιβλιοπουλείο (sic) της Εστίας, à Paris, chez: H. Welter, Éditeur, 1907, σ. 189):

          «Ο “Ταχυδρόμος” δεν είναι τυχερός, σα μιλεί για μένα. Λες και του είναι αδύνατο να πη την αλήθεια.
Γράφει [...] πως όταν είμουνα 21 χρονώ και “γαλλόφωνος μόνον”, με στείλανε στου κ. Φιλήμονα στην Αθήνα, πως την κεριακή μου είπανε να πάω στην εκκλησιά και ρώτηξα· “Est-ce quy (εννοεί βέβαια: Est-ce quil y) va de bon monde? Πηγαίνει εκεί καλός κόσμος;”.
Τίποτις απ’ όσα γράφει, αλήθεια δεν είναι. Δεν ξέρω τι έτυχε να πη και να μην πη για την εκκλησιά ο ξάδερφός μου, μα ο “Ταχυδρόμος” εμένα με πήρε για το γιο του θειού μου του Δημητράκη. Συχωρεμένοι πια και γιος και πατέρας. Ας αφίνουμε ήσυχους τους πεθαμμένους τουλάχιστο κι ας μη μαζώνουμε όλες τις φλυαρίες που ακούμε. Εγώ, ένα μόνο μπορώ να βεβαιώσω, πως μήτε όταν είμουν είκοσι ενός χρονώ νέος, δεν κάθησα σε δασκάλου σπίτι».


Σ.τ.Σ. Στα παραθέματα χρησιμοποιώ μονοτονικό σύστημα και δε σημειώνω την υπογεγραμμένη.

                                                                                                                                           Αθήνα, 4 Φεβρουαρίου 2016                         
                                                                                                                                                      
                                                                                                                                                          Ηρώ Κατσιώτη

Σχόλια